- ἐκτίνει
- ἐκτίνωpay offpres ind mp 2nd sgἐκτίνωpay offpres ind act 3rd sgἐκτί̱νει , ἐκτίνωpay offpres ind mp 2nd sgἐκτί̱νει , ἐκτίνωpay offpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκτίνω — και εκτείνω (AM ἐκτίνω και ἐκτείνω) το εκτίω νεώτ. εσφ. τύπος τού εκτίνω πληρώνω, πληρώνω εντελώς, ξεπληρώνω, εξοφλώ (ιδίως για ποινή, πρόστιμο κ.λπ.) («εκτίνει, εξέτισε την ποινή του στις φυλακές») αρχ. 1. ανταποδίδω κάτι, ανταμείβω για κάτι 2.… … Dictionary of Greek
εκτίω — και εκτίνω εξέτισα, εκπληρώνω υποχρεωτικά την ποινή που μου επιβλήθηκε: Εκτίνει ποινή τριών χρόνων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)